- έμπυο
- έμπυο, το και όμπυο, τοτο πύο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
έμπυος — α, ο 1. που έχει πύο, ομπυασμένος: Έμπυο τραύμα. 2. το ουδ. ως ουσ., έμπυο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόστημα — το, ατος 1. πρήξιμο που έχει μέσα έμπυο: Θα πάω στο γιατρό να μου ανοίξει το απόστημα που έχω. 2. (μαθημ.), η απόσταση μεταξύ του κέντρου ενός κύκλου και μιας χορδής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύο — το υγρό υποκίτρινο, παχύρρευστο που σχηματίζεται σε περιοχές φλεγμονής, έμπυο, όμπυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρίγγιο — το πόρος στο σώμα που βγάζει έμπυο: Έβγαλε συρίγγιο στον πισινό του κι έκανε εγχείρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όμπυο — όμπυο, το και έμπυο, το πύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)